- πρέπω
- έπρεψα1. είμαι ωραίος, κομψός, ευπρεπής, φαντάζω: Πόσο έπρεπε μέσα στο πλήθος με την ομορφιά της.2. αρμόζω, είμαι κατάλληλος: Σένα σου πρέπει, αφέντη μου, τουρβάς και δεκανίκι (ειρωνικό δημ. τραγ.).3. απρόσ., πρέπει επιβάλλεται, είναι απαραίτητο, αρμόζει, ταιριάζει: Πρέπει να μελετάς περισσότερο. 4. η μτχ. ενεστ., πρεπούμενος αυτός που ταιριάζει, αρμόζει, ο κατάλληλος: Πριν από το γάμο πρέπει να κάναμε όλα τα πρεπούμενα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.